- διβάβουλον
- και διβάμουλον και διβάμβουλον και διβάμπουλον, το (ΜΝ)δίστομο επίχρυσο κηροπήγιο όπου έκαιγε μεγάλη λαμπάδα μπροστά από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα σ' ένδειξη τιμής. Τούτο τό κληρονόμησαν μετά την άλωση ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και οι ιερείς.
Dictionary of Greek. 2013.